-
1 ακρος
31) высший, верхнийἀκροτάτῃ κορυφῇ Hom. — на самой вершине;
ἐπ΄ ἄκρων ὀρέων Soph. — на вершинах гор;ἄκρη πόλις Hom. = ἀκρόπολις2) наружный, поверхностныйἄκρη ῥινός Hom. — поверхность кожи;
οὐκ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Eur. — это глубоко врезалось в мое сердце (ср. 3)3) крайнийἄκρη χείρ Hom., Her. — кисть руки, рука;
ἄκρα γλῶσσα Soph. — кончик языка;ἐπ΄ ἄκρων (sc. ποδῶν или δακτύλων) Soph. — на цыпочках;πεδίον ἄκρον Soph. — край равнины;ἄκρα ἱστία Arph. — край парусов;πρὸς ἄκρον μυηλὸν ψυχᾶς Eur. — до глубины души (ср. 2);ἄκρα νύξ Soph. — глубокая (поздняя) ночь;ἄ. ὀργήν Her. — вспыльчивый;οἱ ἄκροι Arst. — крайние классы, т.е. богачи и бедняки4) наилучший, превосходный, отличный(εἴς и περί τι Plat.; ἀνήρ Her.; τεχνῖται καὴ σοφισταί Plut.)
ἄκροι γενόμενοι ταύτην τέν ἡμέραν Her. — храбро сражаясь в этот день;ψυχέν οὐκ ἄ. Her. — павший духом, малодушный;οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat. — величайшие представители поэзии;ἐγώ σοι μάντις εἰμὴ τῶν δ΄ ἄ. Soph. — это я тебе безошибочно предсказываю;ἄ. διαλέγεσθαι Plut. — искусный в споре;Ἄργείων ἄκροι Eur. — аргосская знать;ἥ ἄκρα ἐπιμέλεια Plut. — тщательный уход -
2 εγκαθιδρυω
( в или на чем-л.) ставить, помещать, воздвигать(ἄγαλμα Ἀθηνῶν χθονί Eur.)
ἀκροτάτῃ κορυφῇ τοῦ οὐρανοῦ ἐγκαθιδρύμενος Arst. — помещающийся в самой глубине неба
См. также в других словарях:
πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek