Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀκροτάτῃ κορυφῇ

  • 1 ακρος

         ἄκρος
        3
        1) высший, верхний
        

    ἀκροτάτῃ κορυφῇ Hom. — на самой вершине;

        ἐπ΄ ἄκρων ὀρέων Soph. — на вершинах гор;
        ἄκρη πόλις Hom. = ἀκρόπολις

        2) наружный, поверхностный
        

    ἄκρη ῥινός Hom. — поверхность кожи;

        ὕδωρ ἄκρον Hom.верхний слой или поверхность воды;
        οὐκ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Eur.это глубоко врезалось в мое сердце (ср. 3)

        3) крайний
        

    ἄκρη χείρ Hom., Her. — кисть руки, рука;

        ἄκρα γλῶσσα Soph. — кончик языка;
        ἐπ΄ ἄκρων (sc. ποδῶν или δακτύλων) Soph. — на цыпочках;
        πεδίον ἄκρον Soph. — край равнины;
        ἄκρα ἱστία Arph. — край парусов;
        πρὸς ἄκρον μυηλὸν ψυχᾶς Eur.до глубины души (ср. 2);
        ἄκρα νύξ Soph. — глубокая (поздняя) ночь;
        ἄ. ὀργήν Her. — вспыльчивый;
        οἱ ἄκροι Arst. — крайние классы, т.е. богачи и бедняки

        4) наилучший, превосходный, отличный
        

    (εἴς и περί τι Plat.; ἀνήρ Her.; τεχνῖται καὴ σοφισταί Plut.)

        ἄκροι γενόμενοι ταύτην τέν ἡμέραν Her. — храбро сражаясь в этот день;
        ψυχέν οὐκ ἄ. Her. — павший духом, малодушный;
        οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat. — величайшие представители поэзии;
        ἐγώ σοι μάντις εἰμὴ τῶν δ΄ ἄ. Soph. — это я тебе безошибочно предсказываю;
        ἄ. διαλέγεσθαι Plut. — искусный в споре;
        Ἄργείων ἄκροι Eur. — аргосская знать;
        ἥ ἄκρα ἐπιμέλεια Plut.тщательный уход

    Древнегреческо-русский словарь > ακρος

  • 2 εγκαθιδρυω

        ( в или на чем-л.) ставить, помещать, воздвигать
        ἀκροτάτῃ κορυφῇ τοῦ οὐρανοῦ ἐγκαθιδρύμενος Arst.помещающийся в самой глубине неба

    Древнегреческо-русский словарь > εγκαθιδρυω

См. также в других словарях:

  • πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»